ἔνυδρος — with water in it masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού … Dictionary of Greek
ένυδρος — η, ο 1. που ζει ή βρίσκεται στο νερό, υδρόβιος: Ένυδρα φυτά. 2. (χημ.), που περιέχει στα μόριά του και μόρια νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνύδρως — ἔνυδρος with water in it adverbial ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνυδρον — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc sg ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυδροτάτη — ἔνυδρος with water in it fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυδροτάτην — ἔνυδρος with water in it fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνυδρότερα — ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνύδροις — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνύδρου — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνύδρους — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)