ἔνυδρος

ἔνυδρος
ἔνυδρος, ον, ([etym.] ὕδωρ)
A with water in it, holding water, ἔ. τεῦχος, i.e. a bath, A.Ag.1128 (lyr.); of countries, well-watered,

Ἄργος ἔ. Hes. Fr.24

;

Αἴγυπτος ἐοῦσα . . ὑπτίη τε καὶ ἔ. Hdt.2.7

(ἄνυδρος codd.), cf. X.Cyr.3.2.11; opp. χερσαῖος, PMasp.188.5 (vi A.D.);

τὸ ἔ.

abundance of water,

Hdn.6.6.4

.
2 of water, watery, νάματα, λίμνη, E.Ph.659 (lyr.), Ion872 (anap.).
3 living in or by water, νύμφαι ἔ. λειμωνιάδες who haunt the watery meads, S.Ph.1454 (anap.); of plants, growing in water,

δόναξ Ar.Ra.234

, cf. Thphr.HP1.14.3, 5.3.4; of animals, Pl.Sph.220b, Plt.264d; of fish, Arist.IA713a10, Ti. [dialect] Locr.104e; of birds, Arist.HA559a21; τὰ ἔ. (sc. ζῷα) ib.487a26.
4 of land, in the water, submerged, Id.Mete.352a22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἔνυδρος — with water in it masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού …   Dictionary of Greek

  • ένυδρος — η, ο 1. που ζει ή βρίσκεται στο νερό, υδρόβιος: Ένυδρα φυτά. 2. (χημ.), που περιέχει στα μόριά του και μόρια νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνύδρως — ἔνυδρος with water in it adverbial ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνυδρον — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc sg ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτη — ἔνυδρος with water in it fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδροτάτην — ἔνυδρος with water in it fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνυδρότερα — ἔνυδρος with water in it neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδροις — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρου — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνύδρους — ἔνυδρος with water in it masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”